- σαπουνόφουσκα
- η1) прям. перен. мыльный пузырь; 2) перен. пустые слова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαπουνόφουσκα — η, Ν 1. φούσκα από σαπουνάδα 2. μτφ. κενός λόγος, αερολογία, ανοησία … Dictionary of Greek
σαπουνόφουσκα — η 1. φούσκα που σχηματίζει το διαλυμένο σαπούνι. 2. μτφ., λόγια χωρίς περιεχόμενο: Αυτά που λες είναι σαπουνόφουσκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
Τσακασιάνος — Επώνυμο διαφόρων λογίων και ποιητών. 1. Ιωάννης (1854 – 1908). Ποιητής και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Ως ποιητής, θεωρείται μαθητής του Λασκαράτου και συνεχιστής της σατιρικής επτανησιακής παράδοσης. Διακρίθηκε για την ειλικρινή και… … Dictionary of Greek